τεφρώ

τεφρώ
-όω, Α [τέφρα]
1. (ενεργ. και μέσ.) καίω κάτι ώσπου να μεταβληθεί σε τέφρα
2. καταστρέφω με πυρπόληση, με εμπρησμό («καὶ πόλεις Σοδόμων καὶ Γομόρων τεφρώσας», ΚΔ)
3. παθ. τεφροῡμαι, -όομαι
καλύπτομαι από τέφρα
4. (κατά τον Ησύχ.) «τεφρώσας
σποδώσας»
5. (κατά το λεξ. Σούδα) «τεφρώσας, ἐμπρήσας, αποδώσας καὶ παροιμία "μὴ τὴν τέφραν φεύγων εἰς ἀνθρακιὰν πέσῃ"».

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τεφρῷ — τεφρός ash coloured masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποτέφρωση — η η ολοσχερής καύση πραγμάτων μέχρι να γίνουν στάχτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αποτεφρώνω, τεφρώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1819 στον Δ. Νίτσο] …   Dictionary of Greek

  • κατατεφρώ — κατατεφρῶ, όω (AM) μσν. μεταβάλλω κάτι εντελώς σε στάχτη, αποτεφρώνω αρχ. σκεπάζω τελείως με στάχτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + τεφρῶ «αποτεφρώνω»] …   Dictionary of Greek

  • τέφρωσις — ώσεως, ἡ, Α [τεφρῶ] αποτέφρωση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”