- τεφρώ
- -όω, Α [τέφρα]1. (ενεργ. και μέσ.) καίω κάτι ώσπου να μεταβληθεί σε τέφρα2. καταστρέφω με πυρπόληση, με εμπρησμό («καὶ πόλεις Σοδόμων καὶ Γομόρων τεφρώσας», ΚΔ)3. παθ. τεφροῡμαι, -όομαικαλύπτομαι από τέφρα4. (κατά τον Ησύχ.) «τεφρώσαςσποδώσας»5. (κατά το λεξ. Σούδα) «τεφρώσας, ἐμπρήσας, αποδώσας καὶ παροιμία "μὴ τὴν τέφραν φεύγων εἰς ἀνθρακιὰν πέσῃ"».
Dictionary of Greek. 2013.